λάκκων

λάκκων
λάκκος
pond
masc gen pl
λακκόω
hollow out
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
λακκόω
hollow out
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • TROCHLEA — Graece τροχαλία, ad hauriendam e puteis aquam adhibita, occurit apud Pollucem, Εἰ δὲ καὶ ἐκ φρεάτων ἢ λάκκων τὸ ὕδωρ ἀπαντλεῖν δέοιτ᾿ ἂν, οἶμαι οκευῶν ἀντλητῆρες, ἀντλίας ἱμονίας, κάλου, χοινίου, κάδου, τροχαλίας: poliam vulgo Galli vocant, de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανάχωση — η (Α ἀνάχωσις) [αναχώ] η ανύψωση προχώματος ή όχθης ποταμού νεοελλ. η επιχωμάτωση, η κάλυψη λάκκων με χώμα …   Dictionary of Greek

  • γύρωση — η (Α γύρωσις) [γυρώ] νεοελλ. 1. σύνδεση σιδερένιων πλακών ή ελασμάτων με γυρωτικά καρφιά 2. εκσκαφή λάκκων γύρω από τα κλήματα για τον αερισμό τού εδάφους αρχ. κατασκευή κύκλου …   Dictionary of Greek

  • ενταφιασμός — Νεκρικό έθιμο που βασίζεται στη δοξασία ότι οι νεκροί ζουν, δηλαδή ότι έχουν κατάλοιπα αισθήσεων και ζωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό, ο νεκρός ενταφιάζεται σε στάση κοιμωμένου (ύπτιος ή ξαπλωμένος στο ένα πλευρό και με τα γόνατα σε ελαφρά… …   Dictionary of Greek

  • λάκκος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, στη δυτική Μάνη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ …   Dictionary of Greek

  • ξελάκκωμα — και ξελάκκισμα, το [ξελακκώνω / ξελακκίζω] 1. άνοιγμα λάκκων γύρω από τη ρίζα φυτού για το πότισμα ή για τη λίπανση του 2. μεταφορά τών ποιμνίων από τις πεδινές εκτάσεις στις ορεινές βοσκές για την άνοιξη και το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • πελαργονικός — ή, ό φρ. «πελαργονικό οξύ» χημ. οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως εννεανοϊκό ή εννεϋλικό οξύ, το οποίο απαντά στα φύλλα ορισμένων ειδών πελαργονίου και χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις και για την παραγωγή λακκών,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσούρων, δήμος — Νέος δήμος του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο «Καποδίστριας» και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αλικιανού, Βατολάκκου, Καράνου, Κουφού, Λάκκων, Μεσκλών, Ορθουνίου, Πρασέ, Σέμπρωνα, Σκινέ, Φουρνέ και Ψαθογιάννου, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Σκουλάς — Επώνυμο δύο κρητικών οικογενειών, η πρώτη από τα Ανώγεια του Μυλοπόταμου και η δεύτερη από τους Λάκκους των Σφακιών. Τα αξιολογότερα μέλη της πρώτης ει ναι: 1. Μιχαήλ (Ανώγεια 1829 Αθήνα 1858). Οπλαρχηγός στις επαναστάσεις του 1858 και του 1866.… …   Dictionary of Greek

  • αναχωματισμός — αναχωματισμός, ο και αναχωμάτωση, η η επιχωμάτωση: Ο πρόεδρος της κοινότητας ζήτησε από τους χωριανούς την αναχωμάτωση όλων των λάκκων στους οποίους μαζεύονται νερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”